θέανδρος

θέανδρος
ο (AM θέανδρος)
θεάνθρωπος, αυτός που έχει ενωμένες και τη θεία και την ανθρώπινη φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θε- (βλ. θεο-) + -ανδρος (< ανήρ). πρβλ. νέ-ανδρος, φίλ-ανδρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεανδρίτης — θεανδρίτης, ὁ (Μ) [θέανδρος] θέανδρος, θεάνθρωπος, θεός και άνθρωπος συγχρόνως …   Dictionary of Greek

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

  • θεανδρία — θεανδρία, ή (AM) [θέανδρος] η φύση τού θεάνδρου, τού θεανθρώπου, η θεανθρωπία …   Dictionary of Greek

  • θεανδρείκελος — θεανδρείκελος, ον (Μ) αυτός που αναφέρεται στον ανθρωπομορφισμό, ο ανθρωπομορφικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέανδρος + είκελος «όμοιος»] …   Dictionary of Greek

  • θεανδρικός — ή, ό (AM θεανδρικός, ή, όν) [θέανδρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεανδρία, στη θεανθρωπία. Επιρρ. θεανδρικῶς (AM) 1. με θεία και ανθρώπινη φύση 2. με θεία ενανθρώπιση …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • ԱՍՏՈՒԱԾԱՄԱՐԴ — (ոյ.) NBH 1 0326 Chronological Sequence: 12c գ. Ըստ յն. Աստուածայր. θέανδρος deus homo, christus Աստուած եւ մարդ Քրիստոս տէրն մեր. *Ընդ միոյ վարդապետի եւ հովուի աստուածամարգոյն կարգեսղք Յիսուսի: Յանրաժանելի եւ անշփոթ աստուածամարգոյն. Թղթ. ման. առ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”